- σποδός
- ἡ, ΝΜΑ1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.)2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου ἀφικνεῑται», Αισχύλ.)3. υλικό από λεπτότατους κόκκους που εκτινάσσεται από τους ηφαιστειακούς κρατήρες κατά τις εκρήξεις, αποτελείται από πυριτικά σωματίδια τέφρας και μεταφέρεται από τον αέρα, αλλ. σήμερα ηφαιστειακή σποδός («ἡ μὲν οὖν σποδὸς λυπήσασα πρὸς καιρὸν εὐεργετεῑ τὴν χώραν χρόνους ὕστερον», Στράβ.)μσν.-αρχ.1. (γενικά) τέφρα, στάχτη (α. «ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», Νεκρ. Ακολ.β. «ἐπ' Ἰσμηνοῡ τε μαντείᾳ σποδῷ», Σοφ.)2. σκόνη, κονιορτός («τῆς χαμαῑθεν σποδοῡ λαβόντες», Ηρόδ.)αρχ.1. στάχτη σκορπισμένη στα μαλλιά ως ένδειξη πένθους («ἀμφὶ δὲ σποδὸν κάρα κεχύμεθα», Ευρ.)2. (στην Περσία) τρόπος θανάτωσης κατά τον οποίο έκλειναν τον κατάδικο σε δωμάτιο γεμάτο στάχτη εξαιτίας τής οποίας δεν μπορούσε να φτάσει το φαγητό και το νερό που τού άφηναν (α. «πύργος πεντήκοντα πηχῶν πλήρης σποδοῡ», ΠΔβ. «οἴκημα σποδοῡ πλέον», Ηρόδ.)3. σκωρία μετάλλων («σποδὸς Κυπρίη», Ιπποκρ.)4. μτφ. μέθυση γριά, μπεκρού («ἡ Βάκχου κυλίκων σποδός», Ανθ. Παλ.)5. φρ. «μετρώ τὴν σποδόν» — κάνω μάταιο κόπο (Αρρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.